- φιλοκτίστης
- φιλοκτίστηςfond of buildingmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλοκτίστης — ὁ, ΜΑ αυτός που τού αρέσει να χτίζει, να οικοδομεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + κτίστης (< κτίζω)] … Dictionary of Greek
φιλοκτίσται — φιλοκτίστης fond of building masc nom/voc pl φιλοκτίστᾱͅ , φιλοκτίστης fond of building masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοκτίστην — φιλοκτίστης fond of building masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόκτιστος — ον, ΜΑ φιλοκτίστης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + κτιστός (< κτίζω), πρβλ. θεό κτιστος] … Dictionary of Greek